νεφοσκεπής

νεφοσκεπής
-ής, -ές
γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, ο σκεπασμένος με νέφη, ο νεφελοσκεπής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νεφοσκεπής — ές (για τον ουρανό ή για τον ορίζοντα) καλυμμένος με σύννεφα, νεφελοσκεπής, συννεφιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + σκεπής (< σκέπω), πρβλ. ουρανο σκεπής. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Στ. Ξένο] …   Dictionary of Greek

  • αιθρία — Η ουρανοφάνεια που διαρκεί επί τουλάχιστον δύο ώρες και δημιουργείται από την απότομη μείωση της νέφωσης από το μέγιστο σημείο (10) της νεφικής κλίμακας (ουρανός νεφοσκεπής) στο σημείο 3 ή και χαμηλότερα (ουρανός καλυμμένος κατά το 1/4 ή και… …   Dictionary of Greek

  • θολός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 918 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φυλλίδος του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΝΑ των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζίχνης. * * * (I) ο (ΑΜ θολός) το πυκνό μαύρο υγρό που… …   Dictionary of Greek

  • νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας …   Dictionary of Greek

  • νεφελοσκέπαστος — η, ο νεφελοσκεπής, νεφοσκεπής, συννεφιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + σκεπάζω] …   Dictionary of Greek

  • νεφελοσκεπής — ές σκεπασμένος με σύννεφα, νεφοσκεπής, συννεφιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + σκεπής (< σκέπω), πρβλ. θεο σκεπής] …   Dictionary of Greek

  • νεφελώδης — ες (Α νεφελώδης, ῶδες) [νεφέλη] 1. γεμάτος με σύννεφα, νεφοσκεπής, συννεφιασμένος («νεφελώδης ουρανός») 2. όμοιος με σύννεφο («νεφελώδης κονιορτός») νεοελλ. μτφ. αόριστος, ασαφής, ακαθόριστος, συγκεχυμένος, θολός («ο λόγος του ήταν νεφελώδης»)… …   Dictionary of Greek

  • συννεφοσκέπαστος — και συγνεφοσκέπαστος, η, ο, Ν σκεπασμένος με σύννεφα, νεφοσκεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύννεφο / σύγνεφο + σκεπαστός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”